στερροβαρής

στερροβαρής
-ές, Α
(κατά τον Ησύχ.) βλ. στερεοβαρής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

  • στερεοβαρής — και στερροβαρής, ές, Α πιθ. (κατά τον Ησύχ.) σκληρός και βαρύς συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός / στερρός + βαρύς, κατά τα επίθ. σε ής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”